τελεύω — τελεύω, τέλεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: τελεύω : ως συνώνυμο του τελειώνω απαντάται κυρίως στη λογοτεχνική γλώσσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελεύω — Ν [τέλος] 1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου») 2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα») β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες») … Dictionary of Greek
ξετελεύω — (στον Ερωτόκρ.) ξετελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τελεύω] … Dictionary of Greek
προστελεύω — και προφτελεύω Ν διαρκώ, διατηρούμαι («δεν τού προστελεύει τίποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τελεύω «τελειώνω σώνομαι» και ως μεταβατικό «εξαντλώ»] … Dictionary of Greek
συντελεύω — Ν 1. αποτελειώνω 2. (ειδικά) καταστρέφω, χαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελεύω «τελειώνω» (< τέλος)) … Dictionary of Greek
τελευτή — η, ΝΜΑ 1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο 2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής) το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί. γ. «τελευτὴν… … Dictionary of Greek
τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) … Dictionary of Greek